- τριανταφυλλόξιδο
- τοξίδι αρωματισμένο με πέταλα τριαντάφυλλων, ροδόξιδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τριανταφυλλόξιδο — το, Ν ξίδι αρωματισμένο με πέταλα ρόδων … Dictionary of Greek
οξύρροδο — το ξίδι μέσα στο οποίο παρέμειναν για αρκετό χρόνο και υπέστησαν ζύμωση φύλλα ρόδων, τριανταφυλλόξιδο, ροδόξιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ρόδο] … Dictionary of Greek
ροδόξιδο — το τριανταφυλλόξιδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)